θεόστασις

θεόστασις
θεόστᾰσις, εως, ,
A base or pedestal for statues of gods, CIL2.1724 ([place name] Gades).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεόστασις — θεόστασις, ἡ (Α) υπόβαθρο πάνω στο οποίο ιδρύονταν αγάλματα θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στασις (< ίστημι), πρβλ. ιππό στασις, ξενό στασις] …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”